Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λιγυρός
λιγύς
Λίγυς
λιγυσφάραγος
λιγύφθογγος
λιγύφωνος
λῑ́ην
λιθάζω
λίθαξ
λιθάς
λιθάω
λίθεος
λιθίᾱ
λιθίδιον
λίθινος
λιθοβολέω
λιθοβόλος
λιθόδερμος
λιθοειδής
λιθοκόλλητος
λιθοκόπος
View word page
λιθάω
λιθάωcontr.vb medic.suffer from stonesin the bodyPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λιθάω
Headword (normalized):
λιθάω
Headword (normalized/stripped):
λιθαω
IDX:
24559
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24560
Key:
λιθάω

Data

{'headword_display': '<b>λιθάω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>λιθάω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>medic.</Indic><Tr>suffer from stones<Expl>in the body</Expl></Tr><Au>Pl.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'λιθάω'}