Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λιγνυόεις
λιγνύς
λίγξε
λιγού
λιγουροκώτιλος
λιγουρός
λιγυᾱχής
Λίγυες
λιγυκλαγγής
λιγυμακρόφωνος
λιγύμολπος
λιγυπνοιός
λιγυρός
λιγύς
Λίγυς
λιγυσφάραγος
λιγύφθογγος
λιγύφωνος
λῑ́ην
λιθάζω
λίθαξ
View word page
λιγύ-μολπος
λιγύμολποςονadjμολπή of mountain-nymphsclear-singinghHom.

ShortDef

clear-singing

Debugging

Headword:
λιγύμολπος
Headword (normalized):
λιγύμολπος
Headword (normalized/stripped):
λιγυμολπος
IDX:
24547
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24548
Key:
λιγύμολπος

Data

{'headword_display': '<b>λιγύ-μολπος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>λιγύ<hyph/>μολπος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>μολπή</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of mountain-nymphs</Indic><Tr>clear-singing</Tr><Au>hHom.</Au> </aS1></AE>', 'key': 'λιγύμολπος'}