Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λιγέα
λίγεια
λιγνυόεις
λιγνύς
λίγξε
λιγού
λιγουροκώτιλος
λιγουρός
λιγυᾱχής
Λίγυες
λιγυκλαγγής
λιγυμακρόφωνος
λιγύμολπος
λιγυπνοιός
λιγυρός
λιγύς
Λίγυς
λιγυσφάραγος
λιγύφθογγος
λιγύφωνος
λῑ́ην
View word page
λιγυ-κλαγγής
λιγυκλαγγήςέςadjλιγύςκλαγγή of choruses, a bowstringringing out clearlyB.

ShortDef

shrill

Debugging

Headword:
λιγυκλαγγής
Headword (normalized):
λιγυκλαγγής
Headword (normalized/stripped):
λιγυκλαγγης
IDX:
24545
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24546
Key:
λιγυκλαγγής

Data

{'headword_display': '<b>λιγυ-κλαγγής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>λιγυ<hyph/>κλαγγής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>λιγύς</Ref><Ref>κλαγγή</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of choruses, a bowstring</Indic><Tr>ringing out clearly</Tr><Au>B.</Au> </aS1></AE>', 'key': 'λιγυκλαγγής'}