Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λίγα
λιγαίνω
λίγδην
λιγέα
λίγεια
λιγνυόεις
λιγνύς
λίγξε
λιγού
λιγουροκώτιλος
λιγουρός
λιγυᾱχής
Λίγυες
λιγυκλαγγής
λιγυμακρόφωνος
λιγύμολπος
λιγυπνοιός
λιγυρός
λιγύς
Λίγυς
λιγυσφάραγος
View word page
λιγουρός
λιγουρόςBoeot.adjseeλιγυρός

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λιγουρός
Headword (normalized):
λιγουρός
Headword (normalized/stripped):
λιγουρος
IDX:
24542
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24543
Key:
λιγουρός

Data

{'headword_display': '<b>λιγουρός</b>', 'content': '<XE><HG><HL>λιγουρός</HL><PS>Boeot.adj</PS></HG><XR>see<Ref>λιγυρός</Ref></XR> </XE>', 'key': 'λιγουρός'}