Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Λιβυρνίς
Λίβυς
Λιβυφοίνῑκες
λίγα
λιγαίνω
λίγδην
λιγέα
λίγεια
λιγνυόεις
λιγνύς
λίγξε
λιγού
λιγουροκώτιλος
λιγουρός
λιγυᾱχής
Λίγυες
λιγυκλαγγής
λιγυμακρόφωνος
λιγύμολπος
λιγυπνοιός
λιγυρός
View word page
λίγξε
λίγξεep.3sg.aorperh.reltd.λιγύς of a bowtwangIl.

ShortDef

twanged

Debugging

Headword:
λίγξε
Headword (normalized):
λίγξε
Headword (normalized/stripped):
λιγξε
IDX:
24539
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24540
Key:
λίγξε

Data

{'headword_display': '<b>λίγξε</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>λίγξε</HL><PS>ep.3sg.aor</PS><Ety>perh.reltd.<Ref>λιγύς</Ref></Ety></vHG> <vS1><Indic>of a bow</Indic><Tr>twang</Tr><Au>Il.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'λίγξε'}