Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Λιβύη
Λιβυρνικός
Λιβυρνίς
Λίβυς
Λιβυφοίνῑκες
λίγα
λιγαίνω
λίγδην
λιγέα
λίγεια
λιγνυόεις
λιγνύς
λίγξε
λιγού
λιγουροκώτιλος
λιγουρός
λιγυᾱχής
Λίγυες
λιγυκλαγγής
λιγυμακρόφωνος
λιγύμολπος
View word page
λιγνυόεις
λιγνυόειςεσσα ενadjλιγνύς of smokesooty, murkyAR.

ShortDef

smoky, sooty

Debugging

Headword:
λιγνυόεις
Headword (normalized):
λιγνυόεις
Headword (normalized/stripped):
λιγνυοεις
IDX:
24537
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24538
Key:
λιγνυόεις

Data

{'headword_display': '<b>λιγνυόεις</b>', 'content': '<AE><HG><HL>λιγνυόεις</HL><Infl>εσσα εν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>λιγνύς</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of smoke</Indic><Tr>sooty, murky</Tr><Au>AR.</Au> </aS1> </AE>', 'key': 'λιγνυόεις'}