Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
Λιβυάρχης
Λιβύη
Λιβυρνικός
Λιβυρνίς
Λίβυς
Λιβυφοίνῑκες
λίγα
λιγαίνω
λίγδην
λιγέα
λίγεια
λιγνυόεις
λιγνύς
λίγξε
λιγού
λιγουροκώτιλος
λιγουρός
λιγυᾱχής
Λίγυες
λιγυκλαγγής
λιγυμακρόφωνος
View word page
λίγεια
λίγεια
fem.adj.
λίγηα
dial.fem.adj.
see
λιγύς
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
λίγεια
Headword (normalized):
λίγεια
Headword (normalized/stripped):
λιγεια
IDX:
24536
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24537
Key:
λίγεια
Data
{'headword_display': '<b>λίγεια</b>', 'content': '<XE><RefFm>λίγεια<LblR>fem.adj.</LblR></RefFm><RefFm>λίγηα<LblR>dial.fem.adj.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>λιγύς</Ref></XR> </XE>', 'key': 'λίγεια'}