Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
λῃστρίς
λήσω
λῆτε
λῄτειρα
Λητοΐδης
λῃτουργέω
λῃτουργίᾱ
Λητώ
ληφθήσομαι
λῆψις
λήψομαι
λιάζομαι
λιάζω
λῑ́ᾱν
λιαρός
λίβα
λίβανος
λιβανωτός
λιβανωτοφόρος
λιβάς
λιβός
View word page
λήψομαι
λήψομαι
fut.mid.
see
λαμβάνω
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
λήψομαι
Headword (normalized):
λήψομαι
Headword (normalized/stripped):
ληψομαι
IDX:
24514
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24515
Key:
λήψομαι
Data
{'headword_display': '<b>λήψομαι</b>', 'content': '<XE><RefFm>λήψομαι<LblR>fut.mid.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>λαμβάνω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'λήψομαι'}