Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
λῆστις
λῃστρικός
λῃστρίς
λήσω
λῆτε
λῄτειρα
Λητοΐδης
λῃτουργέω
λῃτουργίᾱ
Λητώ
ληφθήσομαι
λῆψις
λήψομαι
λιάζομαι
λιάζω
λῑ́ᾱν
λιαρός
λίβα
λίβανος
λιβανωτός
λιβανωτοφόρος
View word page
ληφθήσομαι
ληφθήσομαι
fut.pass.
see
λαμβάνω
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ληφθήσομαι
Headword (normalized):
ληφθήσομαι
Headword (normalized/stripped):
ληφθησομαι
IDX:
24512
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24513
Key:
ληφθήσομαι
Data
{'headword_display': '<b>ληφθήσομαι</b>', 'content': '<XE><RefFm>ληφθήσομαι<LblR>fut.pass.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>λαμβάνω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ληφθήσομαι'}