Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λήσομαι
λῃστάρχης
λῃστείᾱ
λῃστεύω
λῃστήριον
λῃστής
λῃστικός
λῆστις
λῃστρικός
λῃστρίς
λήσω
λῆτε
λῄτειρα
Λητοΐδης
λῃτουργέω
λῃτουργίᾱ
Λητώ
ληφθήσομαι
λῆψις
λήψομαι
λιάζομαι
View word page
λήσω
λήσωfut.see λανθάνω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λήσω
Headword (normalized):
λήσω
Headword (normalized/stripped):
λησω
IDX:
24505
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24506
Key:
λήσω

Data

{'headword_display': '<b>λήσω</b>', 'content': '<XE><RefFm>λήσω<LblR>fut.</LblR></RefFm><XR>see <Ref>λανθάνω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'λήσω'}