Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ληπτικός
ληπτός
ληρέω
ληρήματα
λῆρος
ληρώδης
λῇ
λησίμβροτος
λησμοσύνη
λήσομαι
λῃστάρχης
λῃστείᾱ
λῃστεύω
λῃστήριον
λῃστής
λῃστικός
λῆστις
λῃστρικός
λῃστρίς
λήσω
λῆτε
View word page
λῃστ-άρχης
λῃστάρχηςουmλῃστής, ἄρχω bandit chiefPlu.

ShortDef

a captain of robbers

Debugging

Headword:
λῃστάρχης
Headword (normalized):
λῃστάρχης
Headword (normalized/stripped):
λησταρχης
IDX:
24496
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24497
Key:
λῃστάρχης

Data

{'headword_display': '<b>λῃστ-άρχης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>λῃστ<hyph/>άρχης</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>λῃστής</Ref>, <Ref>ἄρχω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>bandit chief</Tr><Au>Plu.</Au> </nS1></NE>', 'key': 'λῃστάρχης'}