Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ληπτέος
ληπτικός
ληπτός
ληρέω
ληρήματα
λῆρος
ληρώδης
λῇ
λησίμβροτος
λησμοσύνη
λήσομαι
λῃστάρχης
λῃστείᾱ
λῃστεύω
λῃστήριον
λῃστής
λῃστικός
λῆστις
λῃστρικός
λῃστρίς
λήσω
View word page
λήσομαι
λήσομαιfut.mid.seeλανθάνω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λήσομαι
Headword (normalized):
λήσομαι
Headword (normalized/stripped):
λησομαι
IDX:
24495
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24496
Key:
λήσομαι

Data

{'headword_display': '<b>λήσομαι</b>', 'content': '<XE><RefFm>λήσομαι<LblR>fut.mid.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>λανθάνω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'λήσομαι'}