Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λῆνος
ληξιαρχικός
λῆξις
λῆξις
λήξομαι
λήξω
ληπτέος
ληπτικός
ληπτός
ληρέω
ληρήματα
λῆρος
ληρώδης
λῇ
λησίμβροτος
λησμοσύνη
λήσομαι
λῃστάρχης
λῃστείᾱ
λῃστεύω
λῃστήριον
View word page
ληρήματα
ληρήματατωνn.pl nonsensical remarksPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ληρήματα
Headword (normalized):
ληρήματα
Headword (normalized/stripped):
ληρηματα
IDX:
24489
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24490
Key:
ληρήματα

Data

{'headword_display': '<b>ληρήματα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ληρήματα</HL><Infl>των</Infl><PS>n.pl</PS></HG> <nS1><Tr>nonsensical remarks</Tr><Au>Pl.</Au> </nS1></NE>', 'key': 'ληρήματα'}