Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Ληνᾱῑ́της
Ληναιών
ληνός
λῆνος
ληξιαρχικός
λῆξις
λῆξις
λήξομαι
λήξω
ληπτέος
ληπτικός
ληπτός
ληρέω
ληρήματα
λῆρος
ληρώδης
λῇ
λησίμβροτος
λησμοσύνη
λήσομαι
λῃστάρχης
View word page
ληπτικός
ληπτικόςή όνadj of personsof the acquisitive kindArist.

ShortDef

disposed to accept

Debugging

Headword:
ληπτικός
Headword (normalized):
ληπτικός
Headword (normalized/stripped):
ληπτικος
IDX:
24486
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24487
Key:
ληπτικός

Data

{'headword_display': '<b>ληπτικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ληπτικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of persons</Indic><Tr>of the acquisitive kind</Tr><Au>Arist.</Au> </aS1></AE>', 'key': 'ληπτικός'}