Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λῆναι
Λήναια
Ληναΐζω
Ληνᾱῑ́της
Ληναιών
ληνός
λῆνος
ληξιαρχικός
λῆξις
λῆξις
λήξομαι
λήξω
ληπτέος
ληπτικός
ληπτός
ληρέω
ληρήματα
λῆρος
ληρώδης
λῇ
λησίμβροτος
View word page
λήξομαι
λήξομαιfut.mid.seeλαγχάνω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λήξομαι
Headword (normalized):
λήξομαι
Headword (normalized/stripped):
ληξομαι
IDX:
24483
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24484
Key:
λήξομαι

Data

{'headword_display': '<b>λήξομαι</b>', 'content': '<XE><RefFm>λήξομαι<LblR>fut.mid.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>λαγχάνω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'λήξομαι'}