Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λημάω
λήμη
λῆμμα
λημνίσκος
Λῆμνος
λήμψομαι
λῆν
λῆναι
Λήναια
Ληναΐζω
Ληνᾱῑ́της
Ληναιών
ληνός
λῆνος
ληξιαρχικός
λῆξις
λῆξις
λήξομαι
λήξω
ληπτέος
ληπτικός
View word page
Ληνᾱῑ́της
Ληνᾱῑ́τηςουmasc.adj of clamourtypical of the Lenaiai.e. festive, joyousAr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Ληνᾱῑ́της
Headword (normalized):
ληνᾱῑ́της
Headword (normalized/stripped):
ληναιτης
IDX:
24476
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24477
Key:
Ληνᾱῑ́της

Data

{'headword_display': '<b>Ληνᾱῑ́της</b>', 'content': '<AE><HG><HL>Ληνᾱῑ́της</HL><Infl>ου</Infl><PS>masc.adj</PS></HG> <aS1><Indic>of clamour</Indic><Tr>typical of the Lenaia<Expl>i.e. festive, joyous</Expl></Tr><Au>Ar.</Au> </aS1></AE>', 'key': 'Ληνᾱῑ́της'}