Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ληκυθίζω
ληκύθιον
λήκυθος
λῆμα
ληματίᾱς
λημάω
λήμη
λῆμμα
λημνίσκος
Λῆμνος
λήμψομαι
λῆν
λῆναι
Λήναια
Ληναΐζω
Ληνᾱῑ́της
Ληναιών
ληνός
λῆνος
ληξιαρχικός
λῆξις
View word page
λήμψομαι
λήμψομαιfut.mid.see λαμβάνω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λήμψομαι
Headword (normalized):
λήμψομαι
Headword (normalized/stripped):
λημψομαι
IDX:
24471
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24472
Key:
λήμψομαι

Data

{'headword_display': '<b>λήμψομαι</b>', 'content': '<XE><RefFm>λήμψομαι<LblR>fut.mid.</LblR></RefFm><XR>see <Ref>λαμβάνω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'λήμψομαι'}