Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ληίη
λήιον
ληίς
ληιστήρ
ληιστής
ληιστός
ληιστύς
ληίστωρ
ληῖτις
λήιτον
ληκάομαι
ληκτέον
ληκυθίζω
ληκύθιον
λήκυθος
λῆμα
ληματίᾱς
λημάω
λήμη
λῆμμα
λημνίσκος
View word page
ληκάομαι
ληκάομαιpass.contr.vb of a womanbe fuckedAr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ληκάομαι
Headword (normalized):
ληκάομαι
Headword (normalized/stripped):
ληκαομαι
IDX:
24459
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24460
Key:
ληκάομαι

Data

{'headword_display': '<b>ληκάομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ληκάομαι</HL><PS>pass.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of a woman</Indic><Tr>be fucked</Tr><Au>Ar.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ληκάομαι'}