Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λήθω
ληιάς
ληιβότειρα
ληίζομαι
ληίη
λήιον
ληίς
ληιστήρ
ληιστής
ληιστός
ληιστύς
ληίστωρ
ληῖτις
λήιτον
ληκάομαι
ληκτέον
ληκυθίζω
ληκύθιον
λήκυθος
λῆμα
ληματίᾱς
View word page
ληιστύς
ληιστύςύοςIon.f plundering, pillagingHdt.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ληιστύς
Headword (normalized):
ληιστύς
Headword (normalized/stripped):
ληιστυς
IDX:
24455
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24456
Key:
ληιστύς

Data

{'headword_display': '<b>ληιστύς</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ληιστύς</HL><Infl>ύος</Infl><PS>Ion.f</PS></HG> <nS1><Tr>plundering, pillaging</Tr><Au>Hdt.</Au> </nS1></NE>', 'key': 'ληιστύς'}