Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Λήδᾱ
λήδανον
ληδάριον
λῄζομαι
ληθαῖος
ληθάνω
λήθη
λήθω
ληιάς
ληιβότειρα
ληίζομαι
ληίη
λήιον
ληίς
ληιστήρ
ληιστής
ληιστός
ληιστύς
ληίστωρ
ληῖτις
λήιτον
View word page
ληίζομαι
ληίζομαιIon.mid.vbseeλῄζομαι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ληίζομαι
Headword (normalized):
ληίζομαι
Headword (normalized/stripped):
ληιζομαι
IDX:
24448
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24449
Key:
ληίζομαι

Data

{'headword_display': '<b>ληίζομαι</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ληίζομαι</HL><PS>Ion.mid.vb</PS></HG><XR>see<Ref>λῄζομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ληίζομαι'}