Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λευκοχίτων
λευκόχρως
λευκόω
λευκώλενος
λεύκωμα
λευρός
λεύσιμος
λευσμός
λεύσσω
λευστήρ
λευχειμονέω
λεύω
λεχαῖος
λεχεποίης
λεχήρης
λεχθήσομαι
λέχομαι
λέχος
λέχριος
λέχρις
λεχώ
View word page
λευχειμονέω
λευχειμονέωcontr.vbλευκόςεἷμα wear white clothesPl. Plu.

ShortDef

to be clad in white

Debugging

Headword:
λευχειμονέω
Headword (normalized):
λευχειμονέω
Headword (normalized/stripped):
λευχειμονεω
IDX:
24417
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24418
Key:
λευχειμονέω

Data

{'headword_display': '<b>λευχειμονέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>λευχειμονέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>λευκός</Ref><Ref>εἷμα</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>wear white clothes</Tr><Au>Pl. Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'λευχειμονέω'}