Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λευκοφαής
λευκοφορῑνόχροος
λεύκοφρυς
λευκοχίτων
λευκόχρως
λευκόω
λευκώλενος
λεύκωμα
λευρός
λεύσιμος
λευσμός
λεύσσω
λευστήρ
λευχειμονέω
λεύω
λεχαῖος
λεχεποίης
λεχήρης
λεχθήσομαι
λέχομαι
λέχος
View word page
λευσμός
λευσμόςοῦm stoningas a punishmentA.

ShortDef

a stoning

Debugging

Headword:
λευσμός
Headword (normalized):
λευσμός
Headword (normalized/stripped):
λευσμος
IDX:
24414
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24415
Key:
λευσμός

Data

{'headword_display': '<b>λευσμός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>λευσμός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>stoning<Expl>as a punishment</Expl></Tr><Au>A.</Au> </nS1></NE>', 'key': 'λευσμός'}