Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λευκόσφυρος
λευκότης
λευκότροφος
λευκοφαής
λευκοφορῑνόχροος
λεύκοφρυς
λευκοχίτων
λευκόχρως
λευκόω
λευκώλενος
λεύκωμα
λευρός
λεύσιμος
λευσμός
λεύσσω
λευστήρ
λευχειμονέω
λεύω
λεχαῖος
λεχεποίης
λεχήρης
View word page
λεύκωμα
λεύκωμαατοςnλευκόω whitened boardon which to write a temporary notice in charcoalLys. D.

ShortDef

a tablet covered with gypsum

Debugging

Headword:
λεύκωμα
Headword (normalized):
λεύκωμα
Headword (normalized/stripped):
λευκωμα
IDX:
24411
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24412
Key:
λεύκωμα

Data

{'headword_display': '<b>λεύκωμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>λεύκωμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>λευκόω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>whitened board<Expl>on which to write a temporary notice in charcoal</Expl></Tr><Au>Lys. D.</Au> </nS1></NE>', 'key': 'λεύκωμα'}