Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λευκόπωλος
λευκός
λευκοστεφής
λευκόστικτος
λευκόσφυρος
λευκότης
λευκότροφος
λευκοφαής
λευκοφορῑνόχροος
λεύκοφρυς
λευκοχίτων
λευκόχρως
λευκόω
λευκώλενος
λεύκωμα
λευρός
λεύσιμος
λευσμός
λεύσσω
λευστήρ
λευχειμονέω
View word page
λευκο-χίτων
λευκο-χίτωνωνοςmasc.fem.adjχιτών fig., of wheatwhite-jacketedLyr.adesp.

ShortDef

white-coated

Debugging

Headword:
λευκοχίτων
Headword (normalized):
λευκοχίτων
Headword (normalized/stripped):
λευκοχιτων
IDX:
24407
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24408
Key:
λευκοχίτων

Data

{'headword_display': '<b>λευκο-χίτων</b>', 'content': '<AE><HG><HL>λευκο-χίτων</HL><Infl>ωνος</Infl><PS>masc.fem.adj</PS><Ety><Ref>χιτών</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>fig., of wheat</Indic><Tr>white-jacketed</Tr><Au>Lyr.adesp.</Au></aS1></AE>', 'key': 'λευκοχίτων'}