Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λευκόπηχυς
λευκοπληθής
λευκόπους
λευκόπτερος
λευκόπωλος
λευκός
λευκοστεφής
λευκόστικτος
λευκόσφυρος
λευκότης
λευκότροφος
λευκοφαής
λευκοφορῑνόχροος
λεύκοφρυς
λευκοχίτων
λευκόχρως
λευκόω
λευκώλενος
λεύκωμα
λευρός
λεύσιμος
View word page
λευκό-τροφος
λευκότροφοςorλευκοτρόφοςονadjτρέφω of myrtleberrieswhite-nourishedi.e. grown fr. the myrtle's blossomAr. or perh. white and nourishing

ShortDef

white-growing

Debugging

Headword:
λευκότροφος
Headword (normalized):
λευκότροφος
Headword (normalized/stripped):
λευκοτροφος
IDX:
24403
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24404
Key:
λευκότροφος

Data

{'headword_display': '<b>λευκό-τροφος</b>', 'content': "<AE><HG><HL>λευκό<hyph/>τροφος<VL><Lbl>or</Lbl><FmHL>λευκοτρόφος</FmHL></VL></HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>τρέφω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of myrtleberries</Indic><Tr>white-nourished<Expl>i.e. grown fr. the myrtle's blossom</Expl></Tr><Au>Ar.</Au> <Extra>or perh. <ital>white and nourishing</ital></Extra></aS1> </AE>", 'key': 'λευκότροφος'}