Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λευκόπετρον
λευκόπηχυς
λευκοπληθής
λευκόπους
λευκόπτερος
λευκόπωλος
λευκός
λευκοστεφής
λευκόστικτος
λευκόσφυρος
λευκότης
λευκότροφος
λευκοφαής
λευκοφορῑνόχροος
λεύκοφρυς
λευκοχίτων
λευκόχρως
λευκόω
λευκώλενος
λεύκωμα
λευρός
View word page
λευκότης
λευκότηςητοςf whitenessHdt. Pl. Arist. Plu.

ShortDef

whiteness

Debugging

Headword:
λευκότης
Headword (normalized):
λευκότης
Headword (normalized/stripped):
λευκοτης
IDX:
24402
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24403
Key:
λευκότης

Data

{'headword_display': '<b>λευκότης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>λευκότης</HL><Infl>ητος</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>whiteness</Tr><Au>Hdt. Pl. Arist. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'λευκότης'}