Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λευκόπεπλος
λευκόπετρον
λευκόπηχυς
λευκοπληθής
λευκόπους
λευκόπτερος
λευκόπωλος
λευκός
λευκοστεφής
λευκόστικτος
λευκόσφυρος
λευκότης
λευκότροφος
λευκοφαής
λευκοφορῑνόχροος
λεύκοφρυς
λευκοχίτων
λευκόχρως
λευκόω
λευκώλενος
λεύκωμα
View word page
λευκό-σφυρος
λευκόσφυροςονadjσφυρόν of a goddesspale-ankledTheoc.

ShortDef

white-ankled

Debugging

Headword:
λευκόσφυρος
Headword (normalized):
λευκόσφυρος
Headword (normalized/stripped):
λευκοσφυρος
IDX:
24401
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24402
Key:
λευκόσφυρος

Data

{'headword_display': '<b>λευκό-σφυρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>λευκό<hyph/>σφυρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>σφυρόν</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a goddess</Indic><Tr>pale-ankled</Tr><Au>Theoc.</Au> </aS1> </AE>', 'key': 'λευκόσφυρος'}