Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λευκόλοφος
λευκόπεπλος
λευκόπετρον
λευκόπηχυς
λευκοπληθής
λευκόπους
λευκόπτερος
λευκόπωλος
λευκός
λευκοστεφής
λευκόστικτος
λευκόσφυρος
λευκότης
λευκότροφος
λευκοφαής
λευκοφορῑνόχροος
λεύκοφρυς
λευκοχίτων
λευκόχρως
λευκόω
λευκώλενος
View word page
λευκό-στικτος
λευκόστικτοςονadjστικτός of horses' coatsflecked with whiteE.

ShortDef

grizzled

Debugging

Headword:
λευκόστικτος
Headword (normalized):
λευκόστικτος
Headword (normalized/stripped):
λευκοστικτος
IDX:
24400
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24401
Key:
λευκόστικτος

Data

{'headword_display': '<b>λευκό-στικτος</b>', 'content': "<AE><HG><HL>λευκό<hyph/>στικτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>στικτός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of horses' coats</Indic><Tr>flecked with white</Tr><Au>E.</Au> </aS1></AE>", 'key': 'λευκόστικτος'}