Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λευκόλινον
λευκόλοφος
λευκόπεπλος
λευκόπετρον
λευκόπηχυς
λευκοπληθής
λευκόπους
λευκόπτερος
λευκόπωλος
λευκός
λευκοστεφής
λευκόστικτος
λευκόσφυρος
λευκότης
λευκότροφος
λευκοφαής
λευκοφορῑνόχροος
λεύκοφρυς
λευκοχίτων
λευκόχρως
λευκόω
View word page
λευκο-στεφής
λευκοστεφήςέςadjστέφω of branches, carried by suppliantswhite-wreathedw. woolA.

ShortDef

white-wreathed

Debugging

Headword:
λευκοστεφής
Headword (normalized):
λευκοστεφής
Headword (normalized/stripped):
λευκοστεφης
IDX:
24399
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24400
Key:
λευκοστεφής

Data

{'headword_display': '<b>λευκο-στεφής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>λευκο<hyph/>στεφής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>στέφω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of branches, carried by suppliants</Indic><Tr>white-wreathed<Expl>w. wool</Expl></Tr><Au>A.</Au> </aS1></AE>', 'key': 'λευκοστεφής'}