Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀποπροΐημι
ἀποπρολείπω
ἀποπροτέμνω
ἀποπτοέομαι
ἀπόπτολις
ἄποπτος
ἀπόπτυστος
ἀποπτῡ́ω
ἀπόπτωμα
ἀποπῡδαρίζω
ἀποπυνθάνομαι
ἀποπῡτίζω
ἀποργίζομαι
ἀπόρευτος
ἀπορέω
ἀπορέω
ἀπορητικός
ἀπόρθητος
ἀπορθόω
ἀπορίᾱ
ἀπορμάω
View word page
ἀπο-πυνθάνομαι
ἀποπυνθάνομαιmid.vb inquirew.gen.of someonew.indir.q.whether sthg. is the caseHdt.

ShortDef

to inquire

Debugging

Headword:
ἀποπυνθάνομαι
Headword (normalized):
ἀποπυνθάνομαι
Headword (normalized/stripped):
αποπυνθανομαι
IDX:
243
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-244
Key:
ἀποπυνθάνομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἀπο-πυνθάνομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀπο<hyph/>πυνθάνομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>inquire</Tr><Cmpl><GLbl>w.gen.</GLbl>of someone<Expl><GLbl>w.indir.q.</GLbl>whether sthg. is the case</Expl><Au>Hdt.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀποπυνθάνομαι'}