Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λευκοθώρᾱξ
λευκόιον
λευκοκῡ́μων
λευκόλινον
λευκόλοφος
λευκόπεπλος
λευκόπετρον
λευκόπηχυς
λευκοπληθής
λευκόπους
λευκόπτερος
λευκόπωλος
λευκός
λευκοστεφής
λευκόστικτος
λευκόσφυρος
λευκότης
λευκότροφος
λευκοφαής
λευκοφορῑνόχροος
λεύκοφρυς
View word page
λευκό-πτερος
λευκόπτεροςονadjπτερόν having white feathers or wingsfig., of a snow-stormwhite-featheredA.of Dawn, ref. to the horses of her chariotwhite-wingedE.of a shipwhite-sailedE.

ShortDef

white-winged

Debugging

Headword:
λευκόπτερος
Headword (normalized):
λευκόπτερος
Headword (normalized/stripped):
λευκοπτερος
IDX:
24396
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24397
Key:
λευκόπτερος

Data

{'headword_display': '<b>λευκό-πτερος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>λευκό<hyph/>πτερος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πτερόν</Ref></Ety></HG> <aS1><Def>having white feathers or wings</Def><aS2><Indic>fig., of a snow-storm</Indic><Tr>white-feathered</Tr><Au>A.</Au></aS2><aS2><Indic>of Dawn, ref. to the horses of her chariot</Indic><Tr>white-winged</Tr><Au>E.</Au></aS2></aS1><aS1><Indic>of a ship</Indic><Tr>white-sailed</Tr><Au>E.</Au></aS1> </AE>', 'key': 'λευκόπτερος'}