Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Λευκοθέᾱ
λευκόθριξ
λευκοθώρᾱξ
λευκόιον
λευκοκῡ́μων
λευκόλινον
λευκόλοφος
λευκόπεπλος
λευκόπετρον
λευκόπηχυς
λευκοπληθής
λευκόπους
λευκόπτερος
λευκόπωλος
λευκός
λευκοστεφής
λευκόστικτος
λευκόσφυρος
λευκότης
λευκότροφος
λευκοφαής
View word page
λευκο-πληθής
λευκοπληθήςέςadjπλῆθος of the Assemblycrowded with whiteref. to the complexions of women attending it covertlyAr.

ShortDef

full of persons in white

Debugging

Headword:
λευκοπληθής
Headword (normalized):
λευκοπληθής
Headword (normalized/stripped):
λευκοπληθης
IDX:
24394
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24395
Key:
λευκοπληθής

Data

{'headword_display': '<b>λευκο-πληθής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>λευκο<hyph/>πληθής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πλῆθος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of the Assembly</Indic><Tr>crowded with white<Expl>ref. to the complexions of women attending it covertly</Expl></Tr><Au>Ar.</Au></aS1></AE>', 'key': 'λευκοπληθής'}