Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λευκογραφέω
Λευκοθέᾱ
λευκόθριξ
λευκοθώρᾱξ
λευκόιον
λευκοκῡ́μων
λευκόλινον
λευκόλοφος
λευκόπεπλος
λευκόπετρον
λευκόπηχυς
λευκοπληθής
λευκόπους
λευκόπτερος
λευκόπωλος
λευκός
λευκοστεφής
λευκόστικτος
λευκόσφυρος
λευκότης
λευκότροφος
View word page
λευκό-πηχυς
λευκόπηχυς υadjπῆχυς of womenwith white or pale armstransf.epith., of women's handspaleE.

ShortDef

white-armed

Debugging

Headword:
λευκόπηχυς
Headword (normalized):
λευκόπηχυς
Headword (normalized/stripped):
λευκοπηχυς
IDX:
24393
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24394
Key:
λευκόπηχυς

Data

{'headword_display': '<b>λευκό-πηχυς </b>', 'content': "<AE><HG><HL>λευκό<hyph/>πηχυς </HL><Infl>υ</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πῆχυς</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of women</Indic><Def>with white or pale arms</Def><aS2><Indic>transf.epith., of women's hands</Indic><Tr>pale</Tr><Au>E.</Au> </aS2></aS1></AE>", 'key': 'λευκόπηχυς'}