Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Λευκιππίδες
λεύκιππος
λευκῑ́τᾱς
λευκογραφέω
Λευκοθέᾱ
λευκόθριξ
λευκοθώρᾱξ
λευκόιον
λευκοκῡ́μων
λευκόλινον
λευκόλοφος
λευκόπεπλος
λευκόπετρον
λευκόπηχυς
λευκοπληθής
λευκόπους
λευκόπτερος
λευκόπωλος
λευκός
λευκοστεφής
λευκόστικτος
View word page
λευκό-λοφος
λευκόλοφοςονadjλόφος of a helmet, its wearerwhite-crested, white-plumedAnacr. Ar. λευκολόφᾱςdial.m ref. to a warriorwhite-plumed oneE.

ShortDef

white-crested

Debugging

Headword:
λευκόλοφος
Headword (normalized):
λευκόλοφος
Headword (normalized/stripped):
λευκολοφος
IDX:
24390
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24391
Key:
λευκόλοφος

Data

{'headword_display': '<b>λευκό-λοφος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>λευκό<hyph/>λοφος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>λόφος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a helmet, its wearer</Indic><Tr>white-crested, white-plumed</Tr><Au>Anacr. Ar.</Au></aS1> <RelW><HG><HL>λευκολόφᾱς</HL><Infl>ᾱ</Infl><PS>dial.m</PS></HG> <S1><Indic>ref. to a warrior</Indic><Tr>white-plumed one</Tr><Au>E.</Au> </S1></RelW></AE>', 'key': 'λευκόλοφος'}