Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λευκήρης
Λευκιππίδες
λεύκιππος
λευκῑ́τᾱς
λευκογραφέω
Λευκοθέᾱ
λευκόθριξ
λευκοθώρᾱξ
λευκόιον
λευκοκῡ́μων
λευκόλινον
λευκόλοφος
λευκόπεπλος
λευκόπετρον
λευκόπηχυς
λευκοπληθής
λευκόπους
λευκόπτερος
λευκόπωλος
λευκός
λευκοστεφής
View word page
λευκό-λινον
λευκόλινονουnλίνον a kind of flax or hempused for ropemakingwhite flaxHdt.

ShortDef

white flax

Debugging

Headword:
λευκόλινον
Headword (normalized):
λευκόλινον
Headword (normalized/stripped):
λευκολινον
IDX:
24389
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24390
Key:
λευκόλινον

Data

{'headword_display': '<b>λευκό-λινον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>λευκό<hyph/>λινον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>λίνον</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>a kind of flax or hemp<Expl>used for ropemaking</Expl></Def><nS2><Tr>white flax</Tr><Au>Hdt.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'λευκόλινον'}