Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λευκήρετμος
λευκήρης
Λευκιππίδες
λεύκιππος
λευκῑ́τᾱς
λευκογραφέω
Λευκοθέᾱ
λευκόθριξ
λευκοθώρᾱξ
λευκόιον
λευκοκῡ́μων
λευκόλινον
λευκόλοφος
λευκόπεπλος
λευκόπετρον
λευκόπηχυς
λευκοπληθής
λευκόπους
λευκόπτερος
λευκόπωλος
λευκός
View word page
λευκο-κῡ́μων
λευκοκῡ́μωνονgen.ονοςadjκῦμα of beacheswith white surfE.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λευκοκῡ́μων
Headword (normalized):
λευκοκῡ́μων
Headword (normalized/stripped):
λευκοκυμων
IDX:
24388
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24389
Key:
λευκοκῡ́μων

Data

{'headword_display': '<b>λευκο-κῡ́μων</b>', 'content': '<AE><HG><HL>λευκο<hyph/>κῡ́μων</HL><Infl>ον</Infl><VInfl><Lbl>gen.</Lbl><FmInfl>ονος</FmInfl></VInfl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κῦμα</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of beaches</Indic><Tr>with white surf</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'λευκοκῡ́μων'}