Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λεύκη
λευκήρετμος
λευκήρης
Λευκιππίδες
λεύκιππος
λευκῑ́τᾱς
λευκογραφέω
Λευκοθέᾱ
λευκόθριξ
λευκοθώρᾱξ
λευκόιον
λευκοκῡ́μων
λευκόλινον
λευκόλοφος
λευκόπεπλος
λευκόπετρον
λευκόπηχυς
λευκοπληθής
λευκόπους
λευκόπτερος
λευκόπωλος
View word page
λευκό-ιον
λευκόιονουnἴον a kind of flowerperh.white stocksnowdropTheoc.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λευκόιον
Headword (normalized):
λευκόιον
Headword (normalized/stripped):
λευκοιον
IDX:
24387
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24388
Key:
λευκόιον

Data

{'headword_display': '<b>λευκό-ιον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>λευκό<hyph/>ιον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>ἴον</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>a kind of flower</Def><nS2><Qualif>perh.</Qualif><Tr>white stock<or/>snowdrop</Tr><Au>Theoc.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'λευκόιον'}