Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λεύκασπις
λεύκη
λευκήρετμος
λευκήρης
Λευκιππίδες
λεύκιππος
λευκῑ́τᾱς
λευκογραφέω
Λευκοθέᾱ
λευκόθριξ
λευκοθώρᾱξ
λευκόιον
λευκοκῡ́μων
λευκόλινον
λευκόλοφος
λευκόπεπλος
λευκόπετρον
λευκόπηχυς
λευκοπληθής
λευκόπους
λευκόπτερος
View word page
λευκο-θώρᾱξ
λευκοθώρᾱξᾱκοςmasc.adj of Persian cavalrymenwith white cuirassX.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λευκοθώρᾱξ
Headword (normalized):
λευκοθώρᾱξ
Headword (normalized/stripped):
λευκοθωραξ
IDX:
24386
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24387
Key:
λευκοθώρᾱξ

Data

{'headword_display': '<b>λευκο-θώρᾱξ</b>', 'content': '<AE><HG><HL>λευκο<hyph/>θώρᾱξ</HL><Infl>ᾱκος</Infl><PS>masc.adj</PS></HG> <aS1><Indic>of Persian cavalrymen</Indic><Tr>with white cuirass</Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'λευκοθώρᾱξ'}