Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λευκαθέω
λευκαίνω
λευκανθής
λευκανθίζω
λευκανίη
Λευκάς
Λευκάς
λεύκασπις
λεύκη
λευκήρετμος
λευκήρης
Λευκιππίδες
λεύκιππος
λευκῑ́τᾱς
λευκογραφέω
Λευκοθέᾱ
λευκόθριξ
λευκοθώρᾱξ
λευκόιον
λευκοκῡ́μων
λευκόλινον
View word page
λευκ-ήρης
λευκήρηςεςadjἀραρίσκω of a beardwhiteA.

ShortDef

white, blanched

Debugging

Headword:
λευκήρης
Headword (normalized):
λευκήρης
Headword (normalized/stripped):
λευκηρης
IDX:
24379
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24380
Key:
λευκήρης

Data

{'headword_display': '<b>λευκ-ήρης</b>', 'content': '<AE><HG><HL>λευκ<hyph/>ήρης</HL><Infl>ες</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἀραρίσκω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a beard</Indic><Tr>white</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'λευκήρης'}