Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λεύκᾱ
λευκαθέω
λευκαίνω
λευκανθής
λευκανθίζω
λευκανίη
Λευκάς
Λευκάς
λεύκασπις
λεύκη
λευκήρετμος
λευκήρης
Λευκιππίδες
λεύκιππος
λευκῑ́τᾱς
λευκογραφέω
Λευκοθέᾱ
λευκόθριξ
λευκοθώρᾱξ
λευκόιον
λευκοκῡ́μων
View word page
λευκ-ήρετμος
λευκήρετμοςονadjἐρετμόν of a warshipwhite-oaredE.

ShortDef

with white oars

Debugging

Headword:
λευκήρετμος
Headword (normalized):
λευκήρετμος
Headword (normalized/stripped):
λευκηρετμος
IDX:
24378
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24379
Key:
λευκήρετμος

Data

{'headword_display': '<b>λευκ-ήρετμος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>λευκ<hyph/>ήρετμος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἐρετμόν</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a warship</Indic><Tr>white-oared</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'λευκήρετμος'}