Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λεσχάζω
λεσχαίνω
λέσχη
λεσχηνεύομαι
λευγαλέος
λεύκᾱ
λευκαθέω
λευκαίνω
λευκανθής
λευκανθίζω
λευκανίη
Λευκάς
Λευκάς
λεύκασπις
λεύκη
λευκήρετμος
λευκήρης
Λευκιππίδες
λεύκιππος
λευκῑ́τᾱς
λευκογραφέω
View word page
λευκανίη
λευκανίηIon.fλευκανίηνδεIon.advseeλαυκανίη

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λευκανίη
Headword (normalized):
λευκανίη
Headword (normalized/stripped):
λευκανιη
IDX:
24373
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24374
Key:
λευκανίη

Data

{'headword_display': '<b>λευκανίη</b>', 'content': '<XE><HG><HL>λευκανίη</HL><PS>Ion.f</PS></HG><HG><HL>λευκανίηνδε</HL><PS>Ion.adv</PS></HG><XR>see<Ref>λαυκανίη</Ref></XR> </XE>', 'key': 'λευκανίη'}