Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λεπτουργής
λεπτοψάμαθος
λεπτῡ́νω
λεπῡ́ριον
λέπω
Λέρνα
λεσβιάζω
λεσβίζω
Λέσβος
λεσχάζω
λεσχαίνω
λέσχη
λεσχηνεύομαι
λευγαλέος
λεύκᾱ
λευκαθέω
λευκαίνω
λευκανθής
λευκανθίζω
λευκανίη
Λευκάς
View word page
λεσχαίνω
λεσχαίνωvb talknonsenseCall.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λεσχαίνω
Headword (normalized):
λεσχαίνω
Headword (normalized/stripped):
λεσχαινω
IDX:
24364
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24365
Key:
λεσχαίνω

Data

{'headword_display': '<b>λεσχαίνω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>λεσχαίνω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>talk</Tr><Obj>nonsense<Au>Call.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'λεσχαίνω'}