Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λεπτολόγος
λεπτόμιτος
λεπτόπρυμνος
λεπτός
λεπτότης
λεπτουργέω
λεπτουργής
λεπτοψάμαθος
λεπτῡ́νω
λεπῡ́ριον
λέπω
Λέρνα
λεσβιάζω
λεσβίζω
Λέσβος
λεσχάζω
λεσχαίνω
λέσχη
λεσχηνεύομαι
λευγαλέος
λεύκᾱ
View word page
λέπω
λέπωvb peel or striponly in cpds. ἀπολέπωἐπιλέπωπεριλέπω

ShortDef

to strip off the rind

Debugging

Headword:
λέπω
Headword (normalized):
λέπω
Headword (normalized/stripped):
λεπω
IDX:
24358
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24359
Key:
λέπω

Data

{'headword_display': '<b>λέπω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>λέπω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Def>peel or strip</Def><XR>only in cpds. <Ref>ἀπολέπω</Ref><Ref>ἐπιλέπω</Ref><Ref>περιλέπω</Ref></XR> </vS1> </VE>', 'key': 'λέπω'}