Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λεπτολογέω
λεπτολόγος
λεπτόμιτος
λεπτόπρυμνος
λεπτός
λεπτότης
λεπτουργέω
λεπτουργής
λεπτοψάμαθος
λεπτῡ́νω
λεπῡ́ριον
λέπω
Λέρνα
λεσβιάζω
λεσβίζω
Λέσβος
λεσχάζω
λεσχαίνω
λέσχη
λεσχηνεύομαι
λευγαλέος
View word page
λεπῡ́ριον
λεπῡ́ριονουnλέπω shellof an acornTheoc.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λεπῡ́ριον
Headword (normalized):
λεπῡ́ριον
Headword (normalized/stripped):
λεπυριον
IDX:
24357
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24358
Key:
λεπῡ́ριον

Data

{'headword_display': '<b>λεπῡ́ριον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>λεπῡ́ριον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>λέπω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>shell<Expl>of an acorn</Expl></Tr><Au>Theoc.</Au></nS1></NE>', 'key': 'λεπῡ́ριον'}