Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λεπτόδομος
λεπτόθριξ
λεπτόλιθος
λεπτολογέω
λεπτολόγος
λεπτόμιτος
λεπτόπρυμνος
λεπτός
λεπτότης
λεπτουργέω
λεπτουργής
λεπτοψάμαθος
λεπτῡ́νω
λεπῡ́ριον
λέπω
Λέρνα
λεσβιάζω
λεσβίζω
Λέσβος
λεσχάζω
λεσχαίνω
View word page
λεπτουργής
λεπτουργήςέςadjἔργον of a garmentfinely workedhHom.

ShortDef

finely worked

Debugging

Headword:
λεπτουργής
Headword (normalized):
λεπτουργής
Headword (normalized/stripped):
λεπτουργης
IDX:
24354
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24355
Key:
λεπτουργής

Data

{'headword_display': '<b>λεπτουργής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>λεπτουργής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἔργον</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a garment</Indic><Tr>finely worked</Tr><Au>hHom.</Au></aS1></AE>', 'key': 'λεπτουργής'}