Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λεπράς
λεπρός
λεπταλέος
λεπτόγεως
λεπτόδομος
λεπτόθριξ
λεπτόλιθος
λεπτολογέω
λεπτολόγος
λεπτόμιτος
λεπτόπρυμνος
λεπτός
λεπτότης
λεπτουργέω
λεπτουργής
λεπτοψάμαθος
λεπτῡ́νω
λεπῡ́ριον
λέπω
Λέρνα
λεσβιάζω
View word page
λεπτό-πρυμνος
λεπτό-πρυμνοςονadjπρύμνα of a shipslender-sternedB.

ShortDef

with slender stern

Debugging

Headword:
λεπτόπρυμνος
Headword (normalized):
λεπτόπρυμνος
Headword (normalized/stripped):
λεπτοπρυμνος
IDX:
24350
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24351
Key:
λεπτόπρυμνος

Data

{'headword_display': '<b>λεπτό-πρυμνος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>λεπτό-πρυμνος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πρύμνα</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a ship</Indic><Tr>slender-sterned</Tr><Au>B.</Au></aS1></AE>', 'key': 'λεπτόπρυμνος'}