Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λέπρᾱ
λεπράς
λεπρός
λεπταλέος
λεπτόγεως
λεπτόδομος
λεπτόθριξ
λεπτόλιθος
λεπτολογέω
λεπτολόγος
λεπτόμιτος
λεπτόπρυμνος
λεπτός
λεπτότης
λεπτουργέω
λεπτουργής
λεπτοψάμαθος
λεπτῡ́νω
λεπῡ́ριον
λέπω
Λέρνα
View word page
λεπτό-μιτος
λεπτόμιτοςονadjμίτος of a cloakmade of fine threadsfinely spunE.

ShortDef

of fine threads

Debugging

Headword:
λεπτόμιτος
Headword (normalized):
λεπτόμιτος
Headword (normalized/stripped):
λεπτομιτος
IDX:
24349
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24350
Key:
λεπτόμιτος

Data

{'headword_display': '<b>λεπτό-μιτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>λεπτό<hyph/>μιτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>μίτος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a cloak</Indic><Def>made of fine threads</Def><Tr>finely spun</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'λεπτόμιτος'}