Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λεπίζω
λεπίς
λέπρᾱ
λεπράς
λεπρός
λεπταλέος
λεπτόγεως
λεπτόδομος
λεπτόθριξ
λεπτόλιθος
λεπτολογέω
λεπτολόγος
λεπτόμιτος
λεπτόπρυμνος
λεπτός
λεπτότης
λεπτουργέω
λεπτουργής
λεπτοψάμαθος
λεπτῡ́νω
λεπῡ́ριον
View word page
λεπτολογέω
λεπτολογέωcontr.vbλεπτολόγος reason subtlyquibble, split hairsAr.

ShortDef

to talk subtly, to chop logic, quibble

Debugging

Headword:
λεπτολογέω
Headword (normalized):
λεπτολογέω
Headword (normalized/stripped):
λεπτολογεω
IDX:
24347
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24348
Key:
λεπτολογέω

Data

{'headword_display': '<b>λεπτολογέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>λεπτολογέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>λεπτολόγος</Ref></Ety></vHG> <vS1><Def>reason subtly</Def><Tr>quibble, split hairs</Tr><Au>Ar.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'λεπτολογέω'}