Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λεπιδωτός
λεπίζω
λεπίς
λέπρᾱ
λεπράς
λεπρός
λεπταλέος
λεπτόγεως
λεπτόδομος
λεπτόθριξ
λεπτόλιθος
λεπτολογέω
λεπτολόγος
λεπτόμιτος
λεπτόπρυμνος
λεπτός
λεπτότης
λεπτουργέω
λεπτουργής
λεπτοψάμαθος
λεπτῡ́νω
View word page
λεπτό-λιθος
λεπτό-λιθοςονadjλίθος perh. of sandscovered with little stonesi.e. pebblesScol.

ShortDef

covered with pebbles

Debugging

Headword:
λεπτόλιθος
Headword (normalized):
λεπτόλιθος
Headword (normalized/stripped):
λεπτολιθος
IDX:
24346
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24347
Key:
λεπτόλιθος

Data

{'headword_display': '<b>λεπτό-λιθος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>λεπτό-λιθος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>λίθος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>perh. of sands</Indic><Tr>covered with little stones<Expl>i.e. pebbles</Expl></Tr><Au>Scol.</Au></aS1></AE>', 'key': 'λεπτόλιθος'}