Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λέπας
λεπαστή
λεπιδωτός
λεπίζω
λεπίς
λέπρᾱ
λεπράς
λεπρός
λεπταλέος
λεπτόγεως
λεπτόδομος
λεπτόθριξ
λεπτόλιθος
λεπτολογέω
λεπτολόγος
λεπτόμιτος
λεπτόπρυμνος
λεπτός
λεπτότης
λεπτουργέω
λεπτουργής
View word page
λεπτό-δομος
λεπτόδομοςονadjδέμω of the cables of a bridgeconstructed of thin strandsfinely spun A.

ShortDef

slightly framed, slight

Debugging

Headword:
λεπτόδομος
Headword (normalized):
λεπτόδομος
Headword (normalized/stripped):
λεπτοδομος
IDX:
24344
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24345
Key:
λεπτόδομος

Data

{'headword_display': '<b>λεπτό-δομος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>λεπτό<hyph/>δομος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>δέμω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of the cables of a bridge</Indic><Def>constructed of thin strands</Def><Tr>finely spun </Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'λεπτόδομος'}